ὁρισμοῦ

ὁρισμοῦ
ὁρισμός
marking out by boundaries
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …   Dictionary of Greek

  • συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να …   Dictionary of Greek

  • πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • εφαπτομένη — (σε ένα σημείο μιας καμπύλης). Αν Γ είναι μία καμπύλη του (συνηθισμένου) χώρου, δηλαδή η γραφική παράσταση ενός σημειοσυνόλου (x(t), ψ(t), z(t)), tεΔ} όπου Δ ένα διάστημα του συνόλου των πραγματικών αριθμών, και αν υπάρχουν οι πρώτες παράγωγοι… …   Dictionary of Greek

  • άλγεβρα — Ευρύτατος κύκλος επιστημονικών γνώσεων που ανάγονται στα μαθηματικά. Όρος με τον οποίο σήμερα χαρακτηρίζεται ο εκτενής εκείνος κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με τη σπουδή των συστημάτων με σχέσεις και πράξεις. Πρόκειται για συστήματα που… …   Dictionary of Greek

  • διαφορικό — Τεχνικός όρος που αναφέρεται στον μηχανισμό ο οποίος επιτρέπει στους κινητήριους τροχούς των αυτοκίνητων οχημάτων να περιστρέφονται με διαφορετικές ταχύτητες. (Μαθημ.) Ο όρος αναφέρεται στα μαθηματικά εφόσον πρόκειται αρχικά για μία πραγματική… …   Dictionary of Greek

  • δικτατορία — Η απολυταρχική άσκηση της εξουσίας, συνήθως καταχρηστικά, από ένα άτομο ή ομάδα ατόμων. Ιστορικά, ο όρος δ. καθιερώθηκε από την έκτακτη στρατιωτική εξουσία που καθιέρωσαν οι Ρωμαίοι την εποχή της δημοκρατίας, για να διασφαλίσουν την ενότητα και… …   Dictionary of Greek

  • εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… …   Dictionary of Greek

  • επίθεση — Όρος που αναφέρεται τόσο στο διεθνές όσο και στο εθνικό, ιδιαίτερα το ποινικό δίκαιο, καθώς επίσης και στην πολιτική επιστήμη. ε. στο διεθνές δίκαιο. Ο όρος άρχισε να έχει μεγάλη σημασία από την εποχή της KTE (Κοινωνίας των Εθνών) με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”